Transcript
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ / ΧΑΡΤΕΣ







ΜΠΡΟΣΟΥΡΑ

ΠΡΟΒΟΛΕΣ / ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
Ανήμερη Μνήμη είναι οι χιλιάδες ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, είναι η μνήμη τους, το βίωμά τους, τα συναισθήματά τους, που δεν έχουν ηρεμήσει, δεν έχουν ημερέψει, παρά τις δεκαετίες που πέρασαν. Δεν μας αφηγούνται την “ιστορία του εμφυλίου”, δεν μας μιλάνε για κατορθώματα και ήρωες. Μας περιγράφουν πώς η κοινότητα έγινε, έστω και για λίγο, απόλυτος όρος ύπαρξης, που προκαλεί τα δικά μας στοιχήματα του σήμερα.
Επόμενες Προβολές
Σάββατο 26 Απριλίου 19.00 στο αναρχικό κοινωνικό κέντρο A.casă στην Cluj, Ρουμανία
Αρχείο Προβολών
Σάββατο 12 Απριλίου 19.30 στον Α.Κοι.Χ.Ι. (Αυτοδιαχειριζόμενο Κοινωνικό Χώρο Ιωαννίνων).
Εισήγηση της εκδήλωσης από τον Αυτοδιαχειριζόμενο Κοινωνικό Χώρο Ιωαννίνων:(σε μορφή pdf εδώ)
Καλησπέρα σας, καλώς ήρθατε και καλή βραδιά.
Έχουμε συνηθίσει η ιστορία να θεωρείται κάτι αντικειμενικό και να διδάσκεται με έναν τρόπο κάθετο ως απαρίθμηση γεγονότων και ημερομηνιών. Γεγονότα και ημερομηνίες, βέβαια, στον βαθμό που είναι επαρκώς διασταυρωμένα δεν μπορούμε να τα αμφισβητήσουμε. Δεν μπορούμε όμως να μη βάλουμε στην εξίσωση και τον παράγοντα του ποιος και γιατί γράφει την ιστορία. Είναι μια τελικα η ιστορία; Για παράδειγμα πόσα άτομα από εδώ είναι πεπεισμένα πως η 25η Μάρτη 1821 ήταν η έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και αν όντως ήταν εθνικοαπελευθερωτικός;
Η επίσημη ελληνική ιστορία, είναι ένα εθνικό αφήγημα με κύριο στόχο την εθνική συνοχή και υπερηφάνεια πασπαλισμένο με αλυτρωτισμό και θεία χάρη. Συνταγή ιδιαίτερα πετυχημένη στο να παράγεις έφηβους και μη ,έτοιμους να πάρουν το όπλο και να σκοτωθούν για τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Συνταγή, επίσης επιτυχημένη για να διατηρείς μία δεξαμενή έτοιμων εθνικιστών που θα αναλάβουν είτε ανεπίσημα, ως παρακράτος , είτε επίσημα, ως κόμμα, να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Καθόλου τυχαία η άνοδος της δεξιάς (ακροδεξιάς) στην ελληνική επικράτεια όπως και διεθνώς, σε μία περίοδο που οι κρίσεις του κεφαλαίου διαδέχονται η μία την άλλη και τα κατώτερα κοινωνικά/οικονομικά στρώματα ζορίζονται όλο και περισσότερο.
Η κάθετη ροή, ο άξονας, της ιστορίας χρειάζεται τομές. Τομές που ανοίγονται ως άλλες διαδρομές στη σκέψη και όχι σα σφήνες στη μοναδική αλήθεια μίας κυρίαρχης αφήγησης. Τέτοιες τομές έχουν τη δυνατότητα να μας κάνουν να βλέπουμε τον άνθρωπο ως το υποκείμενο που πράττει την ιστορία του και όχι ως ένα αντικείμενο που έρχεται η ιστορία να μελετήσει. Ο ένας λόγος που θέλαμε να είναι σήμερα εδώ το project Ανήμερη μνήμη είναι αυτός.
Υπάρχουν και άλλοι λόγοι.
Πολλές από εμάς λόγω γεωγραφικής εγγύτητας και ελλείψει περεταίρω ψαξίματος λίγα γνωρίζουμε ,αν γνωρίζουμε , για εκείνη την ιστορική περίοδο πέρα από τον Γράμμο και το Βίτσι , πέρα από τον Άρη Βελουχιώτη. Είναι τα γνωστά βουνά, ίσως γιατί κανείς δεν μπορεί να διαγράψει, και καλώς, όσα συνέβησαν εκεί. Είναι ο εμβληματικός αγωνιστής του ΕΛΑΣ και καλώς το όνομά του δεν ξεχνιέται. Η αντίσταση , όμως, ενάντια στον φασισμό, οι τόποι των διωγμών, η μετέπειτα συγκρούσεις μεταξύ αγωνιστών/ριων και Κυβερνητικού Στρατού έλαβαν χώρα ανά την επικράτεια και επηρέασαν τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων με όνομα και επώνυμο.
Η μνήμη δεν κατοικεί μόνο στα μνημεία· κατοικεί και στους αφανείς τόπους, στα σπίτια που γκρεμίστηκαν, στα δάση που κάποτε φιλοξένησαν κοινότητες. Τέλος, ένας ακόμη λόγος είναι η σχέση μεταξύ ιστορίας και συλλογικής μνήμης ως παράγοντες συγκρότησης μίας αγωνιστικής και όχι εθνικής (ή κομματικής) ταυτότητας. Είναι η ιστορία από τα κάτω. Η ιστορία δια στόματος και βλέμματος αυτών που ήταν εκεί και δημιούργησαν ολόκληρες κοινότητες στα βουνά, αποδοσμένη από ένα συλλογικό εγχείρημα που λειτουργεί οριζόντια και αντιιεραρχικά.
Η ιστορία δεν είναι παρελθόν — είναι τρόπος να στεκόμαστε στο παρόν και να φανταζόμαστε/ενατενιζουμε το μέλλον. Η “Ανήμερη Μνήμη” δεν είναι μια ρομαντική επιστροφή σε άλλες εποχές, αλλά μια πράξη αποκατάστασης και συνέχειας: του λόγου των αόρατων, της αξιοπρέπειας των νικημένων, της δυνατότητας να μη γράφεται η Ιστορία μόνο από τους νικητές.
Ο λόγος λοιπόν στα συντρόφια από το project Ανήμερη Μνήμη.
Παρασκευή 4 Απριλίου στις 20.00, στο A-Infoshop AKC Metelkova Mesto, Λιουμπλιάνα.

Παρασκευή 28 Μαρτίου 20.00, στον Αυτοδιαχειριζόμενο Κοινωνικό Χώρο 7 Νάνοι.

Σάββατο 15 Μαρτίου στις 19.00 στο Αυτοδιαχειριζομενο Κυλικείο Νομικής.

Εισήγηση της εκδήλωσης από το Αυτοδιαχειριζομενο Κυλικείο Νομικής: (σε μορφή pdf εδώ)
Ως Αυτοδιαχειριζομενο Κυλικειο Νομικής η συγκεκριμενη εκδηλωση μας κινητοποιησε, απο την πρωτη στιγμη. Όχι μονο λογω της θεματολογιας της, αλλα και για την σημασια που εχουν η αυτοοργανωση στις τεχνες και τα αντιεμπορευματικά εγχειρήματα εν γένει.
Η συμμετοχή σε αυτοδιαχειριζόμενα κινηματογραφικά εγχειρήματα, ιστορικά έχει βοηθήσει πλάσματα, μειονότητες, να δώσουν φωνή στα βιώματά τους, να παράξουν τέχνη με δικά τους μέσα και χαρακτηριστικά δίχως την λογοκρισία και τους περιορισμούς που επιβάλλει ο εμπορικός και θεσμικός κινηματογράφος. Η πλαισίωση τετοιων πρωτοβουλιων λειτουργεί ενδυναμωτικά, χτιζει κοινότητες αντιστασης και ενημερώνει το συλλογικό και ατομικό βίωμα με ανταγωνιστικούς και αδιαμεσολάβητους όρους.
Ο εμφύλιος αποτελεί μια απο τις πιο σκοτεινές στιγμές στην ιστορία του ταξικού ανταγωνισμού στον ελλαδικό χώρο. Σκοτεινές όχι απλώς επειδή η κυριαρχική βία πολλαπλασιάστηκε προς πάσα κατεύθυνση - και ας συνέβη και αυτό. Αλλά κυρίως γιατί έχει μεθοδικά σβηστεί απο την θεσμική και επίσημη ιστοριογραφία. Μάλιστα αυτή η εξαφάνιση απο τον επίσημο θεσμικό λόγο έχει και κρατική βούλα, αφού το ελληνικό κράτος πέρασε διάταγμα ακύρωσης των σχετικών εθνικών επετείων και κρατικών εορτασμών το 1981. Ο εκδημοκρατισμός και η εθνικἠ συμφιλίωση όπως λένε είχε ως προϋπόθεση τη κήρυξη στη λήθη τα γεγονότα του εμφυλίου.
Αν κάποιο επιλέξει να έρθει σε επαφή με τα τότε γεγονότα, να τα καταλάβει και να τα επεξεργαστεί πολιτικά θα πρέπει να αναμετρηθεί με πλήθος ανταγωνιστικών λόγων. Αυτό σε εμας - και πιστεύουμε όχι μονο - γίνεται αντιληπτό και απο τις οικογενειακες συζητήσεις που μπορεί να υπαρχουν αντίθετες βιωματικές αφηγήσεις γύρω απο τον εμφύλιο. Το ενα ή το άλλο γεγονός ερμηνεύονται με πλήρως αντιδιαμετρικό τροπο καταδεικνύοντας την συνέχεια της πολεμικότητας που αν και αποκηρύχτηκε θεσμικά δεν σίγησε πραγματικά ποτέ. Εμείς απο πλευρά μας, ως διαχειριστική συνέλευση του ΑΚΝ, δεν έχουμε κάνει συλλογικά αυτήν την επεξεργασία αν και θα ηταν μια συλλογική δουλειά που θα άξιζε να γίνει. Θεωρούμε παρόλα αυτά το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ ενα σημαντικὸ βήμα προς τη κατεύθυνση της ανασυγκρότησης της ιστορικής μνήμης και μάλιστα από ανταγωνιστική σκοπιά.
Η ιστορία έχει συνέχεια, και αυτό φαίνεται ακόμη και σε περιόδους λήθης. Ακόμα και αν έχουμε ξεχάσει, η ιστορία συνεχίζεται, τα εξεγερμένα άτομα θα συνεχίσουν να υπάρχουν και να αντιστέκονται με νεους τροπους που ομως δεν ειναι άσχετοι με αυτές του παρελθόντος. Η συλλογική μνημη και η συλλογικοποιηση των βιωματων, όπως τις αντιλαμβανόμαστε, είναι τελικά εργαλεία όχι μόνο κατανόησης του παρελθόντος, αλλά και διαμόρφωσης του μέλλοντος.
1/3/2025 20.00
Cine Yfanet, κατάληψη Φάμπρικα Υφανέτ, Ομήρου & Περδίκα γωνία, κάτω Τούμπα

8/2/2025 19.00
Κατάληψη πρώην ΠΙΚΠΑ, Τιμοδήμου και Αντωνιάδου Άνω Πετράλωνα

15/12/2025 18.00
Αυτοοργανωμένος χώρος Αλληλεγγύης και ρήξης, Ρεσάλτο Έβρου 27, Κερατσίνι
11/01/2025 19.00
Πάροδος Αυτοοργανωμένος χώρος έκφρασης, αλληλεγγύης και σύγκρουσης, Λαοδικείας και Π. Τσαλδάρη 173, Νίκαια


Επικοινωνία
animerimnimi

Πρέπει να αρχίσεις να χάνεις τη µνήµη σου, ακόµα και µικρά της κοµµατάκια, για να συνειδητοποιήσεις πως η µνήµη είναι το βασικό συστατικό της ζωής μας. Η ζωή δίχως µνήµη δεν θα ήταν διόλου ζωή, όπως και η ευφυΐα, δίχως τη δυνατότητα έκφρασης, δεν θα ήταν ευφυΐα. Η µνήµη είναι η συνοχή µας, η λογική µας, η δράση και το συναίσθηµά µας. Χωρίς αυτή δεν είµαστε τίποτα... Η µνήµη, απαραίτητη και εντυπωσιακή, είναι επίσης εύθραυστη και ευάλωτη. Δεν απειλείται µόνο από τη λήθη, τον παλιό της εχθρό, αλλά επίσης από πλάνες που την κατακλύζουν καθηµερινά...
Η µνήµη προσβάλλεται διαρκώς από τη φαντασία και το όνειρο και, επειδή είναι υπαρκτός ο πειρασµός της πίστης στην πραγµατικότητα του φανταστικού, καταλήγουµε να φτιάχνουµε αλήθειες από τις πλάνες µας. Το γεγονός αυτό, από την άλλη, δεν έχει παρά σχετική σηµασία, εφόσον εξίσου σηµαντικές και προσωπικές είναι οι πρώτες όσο και οι δεύτερες.
Λουίς Μπονιουέλ, Τελευταία πνοή
Ανήµερη Μνήµη (Α.Μ.)
Το 1989, τα κοινοβουλευτικά κόµµατα παίρνουν την απόφαση να κάψουν τα αρχεία του «εµφυλίου». Περισσότερα από 33 εκατοµµύρια φάκελοι αποτεφρώνονται στις υψικαµίνους της Χαλυβουργικής και της Βιοχάλκο. Όχι βέβαια για να συµβάλουν στην «εθνική συµφιλίωση» αλλά για να σβήσουν τη µνήµη της βαρβαρότητας µιας ολόκληρης εποχής. Τι γίνεται όµως µε τις χιλιάδες ιστορίες αυτών των «συνηθισµένων» ανθρώπων που έζησαν στο πετσί τους τη σκληρότητα της εποχής και έδωσαν τον αγώνα τους για επιβίωση και αξιοπρέπεια; Κάποιες και κάποιοι από τους πρωταγωνιστές ζουν ακόµα, µε τους «ζωτικούς τους µύθους» κι αυτούς ζωντανούς σαν χθες. Όταν ανοίγουν το στόµα τους για να ρίξουν φως στις δικές τους εικόνες και εµπειρίες της πατρογονικής τους γης, είναι σαν να παρακολουθείς το άνοιγµα του καπακιού µιας κατσαρόλας την ώρα που βράζει και ξεπετάγεται ο ατµός της µνήµης…Τόπος: Μάνη
Ένα τοπίο κυρίως άγονο, άνυδρο και βραχώδες. Μανός σηµαίνει αραιός, γυµνός, σπάνιος. Σκληροτράχηλος, όπως και οι κατά βάση φτωχοί κάτοικοί του. Έζησαν και ζουν µε τον «ζωτικό µύθο» του τόπου τους ως διοικητικά αυτόνοµου στα χρόνια του Βυζαντίου και της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας και ως αντιστεκόµενου στην υπαγωγή στο ελληνικό κράτος και την κεντρική εξουσία.Χρόνος: 1940-1950
Μια δεκαετία ταραγµένη. Στην πολιτισµικά συµπαγή κοινωνία της Μάνης, ο κλειστός φυλετικός τρόπος ζωής επιβιώνει από τους προηγούµενους αιώνες. Έχει πυρήνα τα γένη και τους δεσµούς αίµατος. Διαµορφώνει το πατριαρχικό πολιτισµικό ήθος, τα σκληρά έθιµα, τις αυστηρές παραδόσεις, την αντρική λεβεντιά, τη χρήση όπλου, τη σωµατική ρώµη, το προφίλ του ορεσίβιου πολεµιστή. Η «φαµίλια», η ιστορία και η προϊστορία του ονόµατός της, διαχωρίζει τους «µέσα» από τους «έξω». Ορίζει την ένταξη ή τον αποκλεισµό, αποµονώνοντας τους «ξένους» και τις «ξενόφερτες» ιδέες. Πριν το 1940, βασιλόφρονες και παραδοσιακά συντηρητικοί δεξιοί κυριαρχούν. Αρχικά γίνονται υπασπιστές του Όθωνα και µετά καραβανάδες του τακτικού στρατού.Σε αυτό το χώρο και τον χρόνο, κάποιες και κάποιοι λίγοι, ζουν τις δικές τους «κόκκινες» στιγµές αντίστασης και ελευθερίας. Κρατάνε κάτι από τον νοµαδικό τρόπο ζωής στην περιοχή και την επαφή µε τη φύση και το βουνό, που γίνεται ο δικός τους τόπος κοινότητας και αλληλεγγύης.
Χριστόφορος Λαµπρινέας, Εξωχώρι, Δ. Μάνη, Μεσσηνία
Πριν τον πόλεµο ήταν εδώ στο Ξεχώρι δύο κοµµουνιστές συνειδητοί και δύο τρεις στα άλλα χωριά και συνεδρίαζαν εδώ σε ένα µαντρί στο Τρικόρι. Ήταν ο Ηλίας ο Ζερβέας και ο Σωτήρης ο Γιαννακέας, άλλοι στο Ξεχώρι δεν ήταν ονοµατισµένοι κοµµουνιστές, ήταν δηµοκρατικοί του κέντρου, βασιλικοί όµως ήταν πολλοί, παραδοσιακά.ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ –
TO KINHMA TΗΣ ΣΑΪΔΟΝΑΣ
Α.Μ.
Ο Β’ Παγκόσµιος Πόλεµος βρίσκει την Ελλάδα εν µέσω της δικτατορίας του Μεταξά. Το Κοµµουνιστικό Κόµµα έχει δεχτεί συντριπτικό χτύπηµα στη βάση του. Πολλοί κοµµουνιστές βρίσκονται στις φυλακές. Ελάχιστοι πυρήνες καταφέρνουν να µείνουν αλώβητοι. Η γερµανική κατοχή αναθέτει τη διοίκηση πολλών περιοχών στους ιταλούς. Ανάµεσά τους και της Μεσσηνίας. Από πολύ νωρίς οι άγγλοι κάνουν προσπάθειες ενίσχυσης των πρώτων αντιστασιακών οµάδων. Το Κοµµουνιστικό Κόµµα ενισχύει τις πρώτες αντιδράσεις. Τον Σεπτέµβρη του 1941 ιδρύεται το Ε.Α.Μ. Δηµιουργούνται αποσπασµατικά οι πρώτοι ένοπλοι πυρήνες. Λίγο µετά συγκροτείται ο Ε.Λ.Α.Σ.Αλεξάνδρα Ξυδέα, Σαϊδόνα, Δ. Μάνη, Μεσσηνία
Το χωριό µας πώς ξεκίνησε και πώς βάφτηκε…Α.Μ.
Η Σαϊδόνα είναι ένα χωριό της Δυτικής Μάνης στους πρόποδες του Ταΰγετου. Εκεί, τον Μάρτιο του ‘42, κάτοικοι αντιδρούν οργανωµένα στην ιταλική κατοχή. Η κίνησή τους είναι η αρχή της ένοπλης αντίστασης. Ήδη, από τις αρχές του ‘41, έχει δηµιουργηθεί εκεί ένα «καταφύγιο» για καταδιωκόµενους και για άγγλους, που είχαν έρθει για να στήσουν αντιστασιακές οµάδες και εφοδίαζαν µε όπλα τους σαϊδονίτες. Οι ιταλοί επιχειρούν να εξουδετερώσουν τις κινήσεις των σαϊδονιτών και να εντοπίσουν τους πυρήνες των άγγλων και ενός τουρκοκύπριου αγωνιστή. Του επονοµαζόµενου “Μαύρου”. Δηµιουργούν το δικό τους δίκτυο εξουσίας στο γειτονικό χωριό, την Καστάνια. Οπλίζουν τους, έτσι κι αλλιώς, συντηρητικών αντιλήψεων κατοίκους που δεν βλέπουν µε καλό µάτι τη δραστηριότητα των σαϊδονιτών και επιδίδονται σε νυχτερινές επιδροµές στο χωριό.Την ίδια στιγµή, οµάδα σαϊδονιτών κάνει προσπάθειες να παροπλίσει τα δίκτυα συνεργατών των ιταλών. Τον χειµώνα του ‘42, η οργάνωση «Φιλική Εταιρεία» στη Σαϊδόνα αποφασίζει µε δική της πρωτοβουλία να συγκροτηθεί σε µικρό ένοπλο σώµα, µε επικεφαλής τους Ηλία Νοέα και Κώστα Ξυδέα. Το πρώτο της χτύπηµα είναι σε καφενείο της Καστάνιας. Λίγο αργότερα, τον Μάρτη του ’42, στήνουν ενέδρα σε ισχυρό απόσπασµα ιταλών καραµπινιέρων, που έχουν έρθει να τους συλλάβουν. Οι καραµπινιέροι τρέπονται τελικά σε φυγή και αφήνουν πίσω µέρος του οπλισµού τους. Την επόµενη µέρα καταφθάνουν από την Καλαµάτα ιταλικά τάγµατα και εισβάλουν στο χωριό.
Μιχάλης Ξυδέας, Στούπα, Δ. Μάνη, Μεσσηνία
Οι εγγλέζοι ερχόταν µέχρι την Καρδαµύλη µε το αµάξι. Πετούσαν τα όπλα και το έσκαγαν µε τα πόδια από την Καρδαµύλη για να περάσουν να βρούνε υποβρύχιο, καΐκι… καΐκα το λέγανε… Να βρούνε υποβρύχιο να φύγουν. Νοµίζαµε, αλλά αυτοί δεν ήταν εγγλέζοι, ήταν από διάφορες αποικίες των εγγλέζων, αυστραλοί, κύπριοι νεοζηλανδοί, καναδοί. Οι εγγλέζοι δεν (...) τους αφήσαν στην Ελλάδα. Οι κύπριοι όµως που ξέραν ελληνικά, απλώσαν στα χωριά... Μέχρι που φτάσαν στη Σαϊδόνα, πέντε, έξι, δέκα.Α. Ξυδέα
Εδώ ήρθε ένας ξένος άνθρωπος από την Κύπρο. Αυτός φαίνεται... πώς τον είχανε ονοµάσει, πώς τον είχανε κυνηγήσει έτσι και έφτασε ως εδώ, δεν το ξέρω αυτό. Λοιπόν, πάνε οι ξωχωρίτες, οι προαστειώτες «σα κάτω», λένε, «στη Σαϊδόνα είναι ο Μαύρος», Μαύρο τον λέγανε, ο κύπριος. «Είναι κοµµουνιστής και τους έκανε κοµµουνιστές τους σαϊδονίτες». Αυτός τι έκανε, µάζεψε κι έφτιαξε µια οµάδα περί τα 25 άτοµα, νέους ανθρώπους, πιστοί και σωστοί για το κόµµα, τους δίδασκε πώς θα κάνουν, πώς θα φέρονται, πώς θα οπλιστούν, πώς θα βρουν τα όπλα και του λέει, είπαν ότι είναι στη Σαϊδόνα αυτός και τους διδάσκει. Ήταν µελαχρινός, τον λέγαµε «ο Μαύρος». Λέγανε οι καστανιώτες, «η Σαϊδόνα δηµιούργησε οµάδα κουµµουνιστές πρέπει να λάβουµε τα µέτρα µας, θα πέσουνε καµιά βραδιά να µας σκοτώσουν όλους». Εµείς δεν είχαµε τέτοια πρόθεση να σκοτώνουµε τότε κι ούτε ποτέ σκοτώσαµε, µας σκοτώσαν, δεν σκοτώσαµε.Μ. Ξυδέας
Ήρθανε 2.000 ιταλοί, ανεβήκανε οι µισοί από την Καστάνια και έρχονται απάνω, αρχίσανε, πολυβόλα... Εµείς ήµαστε πολύ µακριά από δαύτους δεν τους φοβόµαστε ούτε είχαµε.... Ούτε µπορούσαν να ρθούνε να µας.... Από κει κατεβήκανε στο χωριό και βάλανε φωτιά. Πήρανε γυναικόπαιδα, πήρανε ό,τι είχανε, λάδια, ρούχα και πιο πολύ ήταν και οι καταδότες, ζαλώνανε και τους γέρους ακόµα µε διάφορα πράγµατα και τους κατεβάζανε στην Καρδαµύλη ζαλωµένους. Ήταν µια θλίψη... Γυρίσαµε την άλλη µέρα, αλλά έπιανε µια οµίχλη κάθε µέρα, δεν µπορούσαµε να ξεκαθαρίσουµε, ήρθαµε εδώ στο βουνό απάνω να ξεκαθαρίσουµε. Τι έγινε στη Σαϊδόνα; Όλοι είχανε τα παιδιά τους, τις γυναίκες τους, τα σπίτια τους.Κατεβήκαµε στο χωριό µε την πρόθεση να χτυπήσουµε ό,τι είδος έρθει, γιατί τους είχαµε πάρει 28 όπλα και 2 πολυβόλα, είχαµε οπλιστεί πια, που µπορούσαµε να αντιµετωπίσουµε ιταλούς πολλούς. Είχανε φέρει µέχρι και πυροβολικό στο Ξωχώρι, στα υψώµατα Ξωχωρίου-Σαϊδόνας και βαρούσαν το βουνό εδώ συνέχεια. Και το πρωί µε τα φωτήµατα, να οι ιταλοί... Και αρχίζουνε να βαράνε και να σιέται ο τόπος. Μαζευτήκαµε από διάφορες καλύβες που ήµαστε, µικρές, µαζευτήκαµε όλοι σε ένα σηµείο. Όταν µας ζυγώσανε σε απόσταση 200 µέτρα, τους αρχίσαµε, πήρανε τους σκοτωµένους, πήρανε τους τραυµατίες, γυρίσανε πίσω και εγκαταλείπουν το χωριό. Οπότε µας στείλαν την απανταχού.. Να παρουσιαστούµε, να παραδώσουµε τα όπλα. «Έχετε τον λόγο, ο στρατηγός ο Παφούντης, έχετε τον λόγο της στρατιωτικής µου τιµής, να παραδοθείτε δεν θα σας κάνουµε τίποτα»...
Α. Ξυδέα
Η οµάδα πια έφυγε, δεν θα καθόταν να τους πιάσουν οι ιταλοί. Κρυβόταν στα βουνά πάνω. Αφού κάτσαν εδώ, κάψαν τα 25 σπίτια, µας µαζέψαν µια µέρα όλα τα γυναικόπαιδα στο σχολείο πάνω και βγάζουν µια απόφαση ότι αν η οµάδα δεν παρουσιαστεί θα εκτελέσουν όλα τα γυναικόπαιδα. Αποφασίζουνε δύο και πάνε στην Καρδαµύλη, νύχτα. «Είµαστε από την οµάδα της Σαϊδόνας, είµαστε αριστεροί, να παρουσιαστούµε, θα µας εγγυηθείτε, θα µας υπογράψετε». Του λέει: «Άκουσε να σου πω, µε τους ιταλούς δεν µπορούµε να τα βρούµε». Ήταν έλληνας ο διοικητής της Καρδαµύλης. «Εκείνο που έχετε», του λέει, «είναι να παρουσιαστείτε». Τους πάνε λοιπόν εκεί, είπαν στα ιταλικά ότι αυτοί είναι οι τάδε. «Θα υπογράψεις σε ένα χαρτί ότι δεν θα εκτελεστούνε αν παρουσιαστεί όλη η οµάδα; Στον λόγο της στρατιωτικής µου τιµής», είπε ο ιταλός. Τι να κάνουν 25-30 άτοµα, πού να πάνε, τι πόλεµο να κάνουν, τι οπλισµό να βρούνε, κανένας δεν τους βοήθαγε, αποφασίσανε να παρουσιαστούνε και µας αφήσαν από το σχολείο. Τα γυναικόπαιδα τα πήγαν στην Καρδαµύλη, µετά τους πάνε στην Καλαµάτα, εκεί πήγαν και τους ανακρίνανε. Πήγανε λοιπόν, «Πώς λέγεσαι εσύ;», Ξυδέας, 10 χρόνια φυλακή, ο άλλος Σπαντιδέας, 8 χρόνια φυλακή. Στο τέλος βγάζει και πέντε η διοίκηση της Καλαµάτας, να τους εκτελέσει. Και βγαίνει ένας από όλους, την οµάδα, τους 25, ένας Ηλίας Νοέας. Βγαίνει ένας λοιπόν που ήταν δεύτερος του Ξυδέα κι αυτός επικεφαλής της οµάδας και λέει: «Παίρνω την ευθύνη όλη πάνω µου, εγώ οργάνωσα την οµάδα αυτή εγώ έκανα αυτό... Απαιτώ οι άλλοι να µείνουν ελεύθεροι και να πληρώσω εγώ για το έργο αυτό». Τον πήραν την άλλη µέρα το πρωί, τον πήγαν πάνω από την Καλαµάτα, τον εκτελέσανε, Ηλίας Νοέας λεγόταν. Μετά πια οι ιταλοί εδώ δράσανε, δεν µας αφήσαν ούτε ζωντανά, ούτε λάδια, ούτε σπίτια, ό,τι βρίσκανε. Δεν ήταν µόνο οι ιταλοί, ήταν και έλληνες, γιατί είχαν συνεργάτες, είχαν διερµηνείς. Τελικά δεν µας άφησαν τίποτα, τα σπίτια του χωριού καµένα και µέσα δεν έβρισκες ούτε σκαµνί να κάτσεις.Μ. Ξυδέας
Το χωριό, η Σαϊδόνα, λόγω του ότι βαρέσαµε τους ιταλούς, µας αποκήρυξαν όλοι οι µετέπειτα, µας δώσαν τη µοµφή του κοµµουνιστή και όποιος σαϊδονίτης έπεφτε στα χέρια τους δεν είχε έλεος. Το µεγαλύτερό µας µαρτύριο ήτανε που παραδώσαµε τα όπλα…Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΒΑΡΚΙΖΑΣ
Α.Μ.
Ακόµα και πριν την αποχώρηση των γερµανών, έχουν αρχίσει οι ένοπλες συρράξεις µεταξύ Ε.Λ.Α.Σ. και Ε.Δ.Ε.Σ. Ο Ε.Λ.Α.Σ. έχει ισχυρή στρατιωτική παρουσία σε ολόκληρη σχεδόν την επαρχία. Ταυτόχρονα, οι οργανώσεις του ΕΑΜ αναπτύσσουν ένα πολύµορφο σύστηµα κοινωνικών δοµών σίτισης, εκπαίδευσης, υγείας και πολιτισµού. Η κοινωνική αποδοχή του στις πόλεις ανησυχεί τον αστικό κόσµο για την επόµενη µέρα µετά την αποχώρηση των γερµανών. Τα Δεκεµβριανά του ‘44 αποτελούν την αγωνιώδη προσπάθεια του αστικού κόσµου να ανακτήσει τον έλεγχο. Με την υποστήριξη των βρετανών, οι 44 µέρες της µάχης της Αθήνας, µέσα σε ένα όργιο βίας και τροµοκρατίας, είναι ένας αγώνας επιβίωσης και κυριαρχίας και για τις δύο πλευρές. Η στρατιωτική ήττα της αριστεράς οδηγεί σε αναγκαστική ανακωχή. Στις 12 Φλεβάρη του ‘45 υπογράφεται η Συµφωνία της Βάρκιζας. Αν και όριζε τον αφοπλισµό όλων των στρατιωτικών σωµάτων, καταλήγει µια µονοµερής παράδοση των όπλων από τον Ε.Λ.Α.Σ.Μ. Ξυδέας
Το µεγαλύτερό µας µαρτύριο ήτανε που παραδώσαµε τα όπλα. Μετά τη Βάρκιζα όπλισαν όλους τους ταγµατασφαλίτες και τους στείλανε… Ενώ η συµφωνία ήταν αφοπλισµός και στους αντάρτες και σ’ αυτούς, δυστυχώς παραδώσαµε τα όπλα. Τώρα πώς παραδώσαµε τα όπλα; Στις 8 του Φλεβάρη ήµαστε στο Άργος, στο Ναύπλιο, απάνω στο κάστρο του Ναυπλίου, περιµέναµε για την Αθήνα, για τα Δεκεµβριανά, εκεί στο κάστρο λοιπόν καθίσαµε ένα µήνα, όλο τον Γενάρη. Και πήραν απόφαση οι αρχηγοί... Τροµάρα µας... Να παραδώσουµε τα όπλα. Μας κατεβάζουν µε κάτι παλιαµάξια στη Θουρία, µας πάνε σε µια λαχίδα µέσα, µας µιλάνε και µας λένε: «Συναγωνιστές, η αποστολή µας τελείωσε, θα παραδώσουµε τα όπλα και θα πάµε στα σπίτια µας»... Κάθε όπλο είχε µια ανάµνηση, δεν το πήραµε από το µαγαζί, ούτε από καµιά αποθήκη. Από κάποιον σκοτωµένο, ή αντάρτη ή γερµανό. Κλαίγαµε;… «Να περάστε», λέει, «εδώ πέρα είναι ένα γραφείο, εγγλέζοι πέντε έξι, να σας δίνουν και ένα ποσό χρηµάτων». Τι ήταν; Δύο 15άρια σελήνια, δύο χαρτιά. Μια σοκολάτα δεν την έπαιρνες. Πολλοί δεν τα πήραµε. Από κει προχωράµε πια µε τα πόδια για τον τόπο µας. Όταν µπήκαµε στην Καλαµάτα, το ποτάµι ήταν ξέσκεπο τότες και πήγαµε να περάσουµε από το ποτάµι. Όσοι ερχόµαστε προς τα εδώ από το κάστρο επάνω, αρχίζει ένα πολυβόλο... Για τροµοκρατία µάς το έκανε. Φτάσαµε Σαϊδόνα, άλλοι στο Ξωχώρι, άλλοι στην Καρδαµύλη, θα ‘µαστε καµιά 100στή που κάναµε τη διαδροµή αυτή µαζί. Ε, ρε τι µας περιµένει, η Καρδαµύλη. Έπειτα από πέντε µέρες έρχεται η εθνοφρουρά, η λεγόµενη. Ποιοι; Διοικητές ταγµατασφαλίτες, υπό τύπον χωροφυλακή.ΛΕΥΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ
Α.Μ.
Η αριστερά, µε τη στρατιωτική δύναµη που έχει αποκτήσει και το έρεισµα στην κοινωνία, αποτελεί προφανώς εµπόδιο για την οµαλή µετάβαση σε ένα νέο αστικό καθεστώς. Μετά τη Συµφωνία της Βάρκιζας ξεκινάει η ανασυγκρότηση του κρατικού µηχανισµού. Και συγκεκριµένα του πιο σκληρού πυρήνα του, του στρατού, της εθνοφυλακής και των σωµάτων ασφαλείας. Είναι µια περίοδος που θα µείνει στην ιστορία µε την ονοµασία «λευκή τροµοκρατία». Το αστικό κράτος περνάει στην αντεπίθεση. Τοποθετεί στις διοικήσεις στρατού, αστυνοµίας και χωροφυλακής βασιλόφρονες αξιωµατικούς και συνεργάτες των γερµανών. Κυρίως χίτες και µέλη ταγµάτων ασφαλείας. Ξεκινάει ένα πογκρόµ τροµοκρατικών ενεργειών, διώξεων, βασανισµών και δολοφονιών σε ολόκληρη την επικράτεια ενάντια σε όσους είναι µέλη ή απλοί υποστηρικτές της αντίστασης. Σκοπός είναι αφενός να συντρίψει την οργανωµένη βάση της αριστεράς, αφετέρου να σκορπίσει τον τρόµο σε ολόκληρο τον πληθυσµό. Παράλληλα, πολλοί από τους ένοπλους αντάρτες έρχονται αντιµέτωποι µε τον χακί εκβιασµό. Εξαναγκάζονται να υπηρετήσουν στον τακτικό στρατό και συχνά, κάτω από τις οδηγίες των φασιστών καραβανάδων, να στραφούν εναντίον αριστερών.Μ. Ξυδέας
Και έπειτα από λίγες ηµέρες, δέκα, είκοσι, ένα µήνα αρχίσανε να καλάνε, να µας γνωρίσουν προσωπικά. Να σου πω, εγώ δεν παρουσιάστηκα, για πάρτη µου δεν παρουσιάστηκα πουθενά. Γινότανε µαρτυρικό το γεγονός. Τη Σαϊδόνα την είχανε, φύγανε και δικοί µας σαϊδονίτες, τέσσερις-πέντε, πρόεδρος και σια και κατεβήκανε µε αυτούς. Τη Σαϊδόνα τη θεωρούσανε πια ότι όλοι οι αρχηγοί του Ε.Λ.Α.Σ. ήταν στη Σαϊδόνα. Περνάει το ‘45, µπαίνει το ‘46, το µαρτυρικό ‘ 46. Ο Μαγγανάς µπαίνει στην Καλαµάτα. Σκοτώνει ό,τι σκότωσε, έκαψε ό,τι έκαψε, κατεβαίνει στρατός. Στις 17 του Γενάρη µπήκε ο Μαγγανάς στην Καλαµάτα. Στις 29 του Γενάρη έρχονται περί τους 150 στρατιώτες στη Σαϊδόνα, νύχτα. Κυκλώνουν το χωριό και το πιάνουν, και φωνάζουν µε χωνιά: «Όλοι στην εκκλησία! Τα σπίτια ανοιχτά και όποιος βρίσκεται και δεν κατεβεί στην εκκλησία θα εκτελείται επιτόπου». Μετά, όσους µαζέψανε κάτω στην εκκλησία του χωριού, εκεί έγινε το µεγάλο µαρτύριο, εκεί βγάλαν το µάτι του Νοέα, εκεί κουρέψανε κοπέλες, εκεί φάγανε ξύλο τόσο πολύ, όσους είχαν πιάσει δηλαδή και είχανε τα ονόµατά τους, κατάληξη ήταν, κάνανε γενική έρευνα σε όλα τα σπίτια. Δεν βρήκαν [ούτε] έναν κάλυκα, δεν βρήκαν τίποτα. Εδώ η περιοχή µας έπαθε τη µεγαλύτερη καταστροφή, όλα τα χωριά υποχρεωθήκανε µετά να πάνε να ντυθούνε χίτες. Άλλοι θέλανε, άλλοι δεν θέλανε. Αλλά τι να κάνανε, πού να πάνε, στο Διλάγκαδο;Χ. Λαµπρινέας
Βγάλανε τους χίτες. Ερχότανε λοιπόν από τη Λακωνία, από τη Μεσσηνία… (Βούλα). Σαν τώρα που βγάλαν τους χρυσαυγίτες. Σε πιάνανε, σου πατούσαν ένα χέρι ξύλο. Ραβδί µέχρι θανάτου. Πού να πας; Πού να πας, στην Καλαµάτα; Πουθενά. Σιγά-σιγά έφυγε ο κόσµος στο βουνό, βγήκαν οι πρώτες οµάδες. 15 χρονών παιδιά βουτούσαν το... Φεύγαν από τα σπίτια τους και πηγαίναν στον ΕΛΑΣ. Τι να σας λέω; 15 χρονών παιδιά παίρναµε τα τουφέκια και πηγαίναµε στο βουνό. Τέλος πάντων, επικράτησε αυτή η κατάσταση µε τους χίτες, από δω από κει, µας φέρανε στο χείλος του γκρεµού. Δεν υπήρχε άλλη διέξοδος, ή στο βουνό θα πάεις ή δω κάτω. Άµα πήγαινες µε δαύτους, σου δίναν όπλα και κυνήγαγες τον αδερφό σου. Εδώ ήτανε δύο βάσεις χιτών, η µία ήτανε στην Αβία, στον κάµπο της Αβίας και η άλλη στον Άγιο Νικόλαο, στη Σελίνιτσα. Ο Γερακάρης και ο Καµαρινέας, είχανε τµήµατα εξοπλισµένα πλήρως και βγαίνανε επιδροµές στα χωριά και ό,τι βρίσκαν παίρναν. Εκείνοι πήραν τον πληθυσµό, ήρθαν οι αµερικάνοι µετά και τα εκκενώσανε τα χωριά, δεν υπήρχε τίποτα. Πήγανε στην Καλαµάτα, ανταρτόπληκτοι… Δεν υπήρχε τίποτα εδώ, τα χωριά ήταν έρηµα. Τσέρια, Ξωχώρι, Σαϊδόνα ήταν έρηµα. Και Προαστείο. Λίγοι άνθρωποι παραµένανε οι οποίοι ήταν στο βουνό, κατεβαίναν από δω κι από κει. Αυτοί ήτανε πάνοπλοι, οι Γερακάρο-Καµαριναίοι. Ωω… Και φονιάδες, του διαβόλου! Όχι όλοι. Είχαν και επιστρατεύσει µε το ζόρι, αλλά οι περισσότεροι τάχατέ µου τους είχανε πειράξει οι αντάρτες από την Κατοχή… Και πολλοί ήτανε δωσίλογοι, έπρεπε να έχουν δικαστεί ως δωσίλογοι. Ήτανε φονιάδες, δεν υπήρχε ελέησον, άµα έπεφτες στα χέρια τους και δεν ήσουνα από δαύτους δεν γλίτωνες ποτέ. Γι’ αυτό έφυγε ο κόσµος στο βουνό. Ήρθε ένας Παυλάκος από τη Λακωνία, τον φέρανε οι ντόπιοι για να φοβερίσουν τους αριστερούς. Τον φέραν λοιπόν στο Ξωχώρι, πιάνει τον πατέρα µου, τον Παντελή τον Κοµπέα, και κάτι άλλους και τους κάµανε... Έξι µήνες έκανε να περπατήσει ο πατέρας µου. Πού να µαζέψεις µετά τον αδερφό µου; Και πού να µαζέψεις τον άλλο µου αδερφό, που τον κάµανε στο ξύλο µαύρο; Μήνες κάµανε να συνέρθουνε…Βούλα Λαµπρινέα, Εξωχώρι, Δ. Μάνη, Μεσσηνία
Χίτες. Με τους χίτες να δεις τι είχαµε πάθει... Δεν υπάρχουν χειρότερες φάτσες από τους χίτες. Σε σκοτώνανε για πλάκα, έτσι και σε απαντέναν. Έχουνε κάνει πολλά γιουρούσια, έχουνε βάνει και κοπέλες, έχουνε σκοτώσει και ούτε τις έχουµε δει. Ήτανε δηλαδή, κάνανε πράξεις... δεν κάνανε καλά πράµατα. Και ο στρατός, παλιανθρώποι ήταν οι περισσότεροι. Εµάς µάς κρύβανε, ο πατέρας µου µάς έστελνε και κρυβόµαστε στο υπόγειο, κάτω στο σχολείο έχει υπόγειο µέσα και µας έλεγε «αύριο» -ήξερε, δάσκαλος ήταν, ήταν αριστερός ο πατέρας µου, τον κυνηγούσαν πολύ- «αύριο θα έρθουν οι χίτες, µέσα, µην κυκλοφορήσετε στο χωριό, έρχονται οι παλιανθρώποι!» Χωνόµασταν µέσα και µετά µάς έλεγε ο κακοµοίρης, «βγείτε, φύγαν τα καθάρµατα». Είχε αγανακτήσει ο πατέρας µου, έχει γλιτώσει τους µισούς Τσεριώτες, θα τους σκοτώνανε. Πήγε στο σχολείο και βρήκε ένα παλικάρι δύο µέτρα, το είχανε σταυρώσει απάνω στα θρανία. Το πιο σπουδαίο θα ξεχνούσα, σταυρωµένος. Ο γέρος έπαθε άµα είδε αυτό το πράγµα, το τήραξε το παιδί εκείνο, µια µατιά και εξαφανίστηκε από το σχολείο µέσα. Απάνω στα θρανία το παιδί ξαπλωµένο και το είχαν καρφώσει µε πρόκες στα χέρια του. Τον καρφώσανε για να πεθάνει το παιδί αυτό... Ξέρεις από πού το είχαν φέρει; Αυτό µου έχει µείνει αλησµόνητο αυτό το πράγµα. Και έπαθε κιόλας ο πατέρας µου, στενοχωρήθηκε πολύ... Το ήβρε και δεν µπόρεσε να κάνει τίποτα να το προλάβει, δηλαδή το βρήκε που ξεψυχούσε. «Ίσα που µε τήραξε», λέει και µετά... Δράµατα, έχω ζήσει δράµατα κι εγώ. Ήτανε δηλαδή οι χίτες, ήτανε παλιανθρώποι. Οι αντάρτες δεν κάναν αυτά τα πράµατα. Οι αντάρτες σεβόταν τις κοπέλες. Μας απαντέναν µας αυτώναν... Αυτοί πού θα σε αρπάξουνε, πού θα σε εξαφανίσουνε. Στους Ντολούς, µέσα στις πορτοκαλιές, είναι ένα µεγάλο, για ρωτήστε πού είναι η τρύπα που πετούσαν... Αν πάτε, πού είναι η τρύπα που πετούσαν τους ανθρώπους µέσα ζωντανούς, δεν τους ρίχναν ζωντανούς, τους κόβαν τα κεφάλια, ένας-ένας µέσα. Το τι γινόταν, το τι ραβδί έπεφτε, βιασµοί, ραβδί, σκοτωµοί, όλα τα κακά τα κάνανε οι χίτες του Καµαρινέα, είχανε δράση. Τους φασίστες, τους κακούργους, τους εγκληµατίες. Κοπέλα για κοπέλα δεν αφήνανε, σκοτώνανε, καβαλάγανε, κλέβανε. Και το χειρότερο, άµα µπαίναν σε σπίτια και τους άρεσε κάτι το παίρνανε. Παλιόµουτρα, παλιοτόµαρα, παλιοοικογένειες, είναι ακόµα. Σιχαµένοι.Μ. Ξυδέας
Θυµόµουνα τα παιδιά που ήταν σκοτωµένα και έκλαιγα και κλαίω ακόµα, γιατί δεν τους σεβότανε. Αφού σε σκοτώνει ο άλλος, µπορείς να κάτσεις, µπορείς να δέσεις τα χέρια σου; Ποιος πήγε για ιδεολογία πάνω στο βουνό;ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ
Μ. Ξυδέας
Το δεύτερο αντάρτικο δεν ετοιµάστηκε ποτές... Δεν ετοιµάστηκε, το εξαναγκάσανε να γίνει. Πριν πάω στρατιώτης, το ‘46, ήταν τέσσερις σκοτωµένοι στο χωριό µου, πού να καθόσουν; Και εµένα, αν δεν µε έπαιρναν στρατιώτη, πού θα ήµουν; Μπορούσα να καθίσω µε αυτούς τους φονιάδες;Μπάµπης Μπακακέας, Πετροβούνι, Δ. Μάνη, Μεσσηνία
Επιστρέψανε ο κόσµος στα σπίτια του. Αρχίσανε όµως αυτοί που ήταν στον Ε.Λ.Α.Σ. και στο Ε.Α.Μ. να τους κυνηγάει ο κόσµος, η αστυνοµία -τότες ήταν η εθνοφυλακή. Αφού άρχισε να κυνηγάει, να δέρνει, να σκοτώνει κρυφά, περπάταγες τη νύχτα και σε σκότωνε χωρίς να ξέρεις ποιος είναι, δηµιουργήθηκε το δεύτερο αντάρτικο, ο δεύτερος Δηµοκρατικός Στρατός. Η πρώτη οµάδα βγήκαν το ‘46, άλλοι αυτοί που δεν είχανε παρουσιαστεί καθόλου. Και άρχισε από κει το ‘46 τον χειµώνα, µπήκανε ξανά στα χωριά στα σπίτια τους κρυφά. Μπαίνοντας το ‘47 πλέον άρχισε να δηµιουργείται το δεύτερο αντάρτικο. Μετά τη Βάρκιζα, σου είπα τι πάθανε, πρώτα παραδώσανε τα όπλα οι ΕΛΑΣίτες. Δηµιουργήσανε... Εσκεµµένο ήταν το δεύτερο αντάρτικο για να τους βγάλουνε... Οι εγγλέζοι ήταν... Το δεύτερο αντάρτικο, τους βγάλανε για να καθαρίσει... Δεν θέλανε κοµµουνιστές, εδώ το είχανε χωρίσει οι εγγλέζοι, δεν το’ χανε χωρίσει; Σου λέει «θα τους βγάλουµε έξω τους αριστερούς και θα τους...» Αφού θέλανε... Γιατί, αφού κάναν αντίσταση, γιατί µετά δεν… Μπορεί να φταίγαν και οι δικοί µας που βγήκαν, τώρα… Εµείς εδώ βασιζόµασταν στη δύναµή µας, θα κάναµε µια µάχη, θα χαλούσαµε 5-6 φυσίγγια, έπρεπε να πάρουµε άλλα 5 φυσίγγια να έχουµε εφεδρεία. Αυτό γινότανε. Γιατί στο τέλος φτάσαµε να έχεις όπλο και να µην έχεις φυσίγγια, σφαίρες. Όταν µας έπιασε ο Ζάρας εµάς δεν είχαµε κανείς από 10 σφαίρες παραπάνω. Ξέραµε ότι είµαστε αποµονωµένοι και βασιζόµαστε στις δυνάµεις τις δικές µας, δεν περιµέναµε από πουθενά. Γι’ αυτό σου έλεγε εσένα, «εσύ έχεις το πολυβόλο, θα ρίξεις 30 σφαίρες, δεν θα ρίξεις παραπάνω, δεν θα ρίξεις 60, για να σου µείνουν άλλες 10 να τις έχεις». Αυτό το ξέραµε και εδώ η δύναµη η δική µας, ήµασταν 4.500 αντάρτες στην Πελοπόννησο και είχαµε να κάνουµε µε 44.000 χωροφύλακες, µάηδες, στρατό και τέτοια. Ένας µε δέκα, αυτό το ξέραµε ότι έχουµε βάλει φούρκα στο λαιµό.Εγώ πιστεύω ότι αν το καΐκι το δεύτερο µε τα πυροµαχικά που είχε... ότι µπορούσαµε να βαστήξουµε 6 µήνες ή 1 χρόνο, όχι για παραπάνω, γιατί δεν είχαµε δυνάµεις, έπρεπε να στρατολογήσουµε. Όταν σε παίρνει εσένα µε το ζόρι, τι θα κάνεις θα τον έχεις στο νου σου µην σου φύγει; Θα τον έχεις στο νου σου µην σε σκοτώσει; Άλλο είναι ο εθελοντής κι άλλο είναι... Όπως ήµασταν µπορούσε να βαστήξει χωρίς στρατολόγηση, αν είχαµε πυροµαχικά και νάρκες µπορούσε να βαστήξει 6 µήνες ακόµα, αλλά αφού είχε πέσει το υπόλοιπο τι να βαστήξει η Πελοπόννησος; Πώς γινότανε; Κατεβαίναµε στην Καρδαµύλη, ήτανε 10 νέοι τους παίρναµε, από τους 10 νέους θα φεύγανε οι δυο τρεις από το βουνό, θα λιποτακτούσανε που λένε. Αν δεν πας µε το θέληµά σου, δεν γίνεται. Γιατί άµα έρθω και σε πάρω από το σπίτι σου και σε πάω στο βουνό, άλλο µε το θέληµά σου κι άλλο... Η στρατολόγηση; Μια καλή καθοδήγηση και άµα θέλει να έρθει να ‘ρθει, αν δεν θέλει να καθίσει σπίτι του. Πήραµε παιδιά, από τα παιδιά που πήραµε τα µισά φεύγανε. Κι έπειτα είναι να εφαρµόσεις τον νόµο εσύ να φοβηθεί ο άλλος να κάνει, µπορεί να τον περάσεις ανταρτοδικείο, δεν λέγαµε στρατοδικείο.
Α.Μ.
Στις αρχές του 1946 η Πελοπόννησος είναι αποκοµµένη από την υπόλοιπη χώρα. Οι θάλασσες και η µοναδική σύνδεση µε τη στεριά, ο Ισθµός, ελέγχονται από τις κυβερνητικές δυνάµεις. Οι λίγες σκόρπιες δυνάµεις πρώην ΕΛΑΣιτών ανταρτών που καταφέρνουν να συγκροτηθούν, βρίσκονται µακριά από τα αστικά κέντρα. Σε ορεινές κυρίως περιοχές του Πάρνωνα, του Μαίναλου και του Ταΰγετου. Χωρίς την υποστήριξη των τοπικών οργανώσεων, αφού αυτές οι τελευταίες έχουν εξαρθρωθεί, αυτοί οι λίγοι θα καταφέρουν τα πρώτα χρόνια να αποκτήσουν ένα πολύ περιορισµένο µεν, ζωτικής σηµασίας όµως χώρο ελευθερίας, κυρίως στα ορεινά. Ένας χώρος αρχικά σε µεγάλο βαθµό απρόσβλητος από κυβερνητικές δυνάµεις, όπως η οµάδα Χ, τα τάγµατα ασφαλείας και η χωροφυλακή.Την άνοιξη του ‘46, στη νότια Πελοπόννησο δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες οµάδες ενόπλων: 6 έως 8 άτοµα στη Λαγκάδα του Ταϋγέτου, 15 έως 20 άτοµα στην περιοχή του Έλους, άλλα τόσα στον Πάρνωνα. Κρυµµένοι, µε ελλιπή οπλισµό, χωρίς σύνδεση µε τα κέντρα αποφάσεων, χωρίς τη στήριξη των πολιτικών οργανώσεων, µε εχθρικό ή φοβισµένο το κοινωνικό περιβάλλον γύρω τους, µε την πλειοψηφία των συνεργατών τους είτε αυτοεξόριστους στην Αθήνα, είτε φυλακισµένους. Όσο για την άφιξη οµάδων από άλλες περιοχές ή χώρες, όπως έγινε στη βόρεια Ελλάδα, εκεί δεν πραγµατοποιήθηκε ποτέ.
Με τις εκλογές του Μαρτίου του ‘46 το πολιτικό σκηνικό αλλάζει. Ακολουθούν τα έκτακτα µέτρα του Ιουνίου και η αντικοµµουνιστική εκστρατεία. Η κατάσταση γίνεται ακόµα πιο ζοφερή. Αρχίζει να διαφαίνεται η ανάγκη συγκρότησης ενός πιο οργανωµένου ένοπλου αντίλογου. Τον Φλεβάρη του ‘47 οι µέχρι τότε λίγοι ένοπλοι, για να ενισχύσουν τις τάξεις τους, παίρνουν την απόφαση να επιτεθούν στις φυλακές της Σπάρτης. Απελευθερώνουν πάνω από 200 κοµµουνιστές κρατούµενους. Είναι η πρώτη οργανωµένη ενέργεια του σώµατος που θα µείνει γνωστό ως Δηµοκρατικός Στρατός Πελοποννήσου.
Χ. Λαµπρινέας
Αφού πιέστηκε ο κόσµος, πιέστηκε. Πού να πας; Πού να πας, βρε παιδί µου; Φύγαµε στο βουνό σα πάνω, ήρθανε τότε οι καπεταναίοι εδώ φυγόδικοι, απάνω δεξιά και αριστερά στο Διλάγκαδο, ο Πρεκεζές, ο Κονταλώνης, Παπαδόπουλος, Κανελλόπουλος, όλοι αυτοί οι καπεταναίοι που ήτανε στον Ταΰγετο.Α.Μ.
Δεν είναι µόνο οι ίδιοι οι αντάρτες που βρίσκονται υπό διωγµό αλλά και οι οικογένειές τους. Με την έναρξη του δεύτερου αντάρτικου βρίσκονται να ανεβαίνουν στο βουνό. Αναζητούν ένα ασφαλές καταφύγιο και έναν ζωτικό, κοινοτικό χώρο, στα ίδια µέρη που εδώ και χρόνια χρησιµοποιούσαν για ορεινά µαντριά τα καλοκαίρια. Βρίσκονται, λοιπόν, να µοιράζονται την αγωνία για επιβίωση και ζωή µε τους ένοπλους αντάρτες. Γίνονται φυσικά και οι ίδιοι στόχος των κρατικών και παρακρατικών επιχειρήσεων εκκαθάρισης που θα ακολουθήσουν, µε χαρακτηριστική την περίπτωση του Διλάγκαδου στον Ταΰγετο.Χ. Λαµπρινέας
Παρέµεινα στον Ταΰγετο από τον Νοέµβριο του ‘47 µέχρι τον Νοέµβριο του ‘49, είχα αναλάβει την επιµελητεία του Διλάγκαδου. Το Διλάγκαδο ήταν οικονοµική βάση φοβερή, είχαµε µαζέψει, ήταν ο Μιχαλακάκος ο Σταύρος, είχε συνεργείο, κατεβαίναµε το καλοκαίρι του ‘48 από τα βουνά, θερίζαµε τα χωράφια και τα κουβαλούσαµε εδώ στην Τροσκονά, ήταν ένα αλώνι, είχαµε µουλάρια, το αλωνίζαµε και από τον σωρό το πηγαίναµε κατευθείαν και το κρύβαµε σα πάνω, 27.000 οκάδες στάρι. Μάθανε λοιπόν ο κόσµος ότι υπάρχει φαΐ στο Διλάγκαδο τον χειµώνα ‘48 προς το ‘49, ότι η κρίσις η µεγάλη που γινόταν, οι επιχειρήσεις πάνω στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά δεν περιµέναµε τέτοια καταστροφή, λέγαµε ότι κάτι θα µείνει. Εκείνοι πέσανε να πούµε δώσανε όπλα στον στρατό και στα αυτά, αφού καθαρίσαν τις περιοχές απάνω όλες, κάνανε επιχείρηση εδώ στις 12 του Απρίλη του ‘49.Α. Ξυδέα
Αφού είδαµε πια ότι δεν βγαίνει, ότι θα µας σκοτώσουν όλους, εκεί σηκωθήκαµε και φύγαµε. Φύγαµε από δω, πήγαµε στο Ξωχώρι. Την ηµέρα. Και τη νύχτα ανεβαίναµε πάνω από το Ξωχώρι, στα Ντουµπίτσια, ήτανε µια περιοχή. Ήταν κάτι καλύβες εκεί, κάτι µαντριά κι εκεί κοιµόµασταν. Καθίσαµε εκεί στα Ντουµπίτσια, αρχίσανε να µας προδίδουνε κι εκεί µας βλέπανε απέναντι από τα Τσέρια κι ερχόταν εκεί και ψάχνανε. Οπότε έπρεπε να φύγουµε και από κει. Από εκεί πήγαµε και στο Διλάγκαδο. Είχε µαζευτεί αρκετός κόσµος, ήταν πολύς κόσµος από το Πισώµερο, Σπάρτη, Άρνα, πώς τα λέγαν τα χωριά εκεί πέρα, οικογένειες, τέσσερα, πέντε, έξι άτοµα από την κάθε οικογένεια κι εµείς κι από τα Τσέρια κι από το Ξωχώρι. Γινήκαµε εκεί µέσα ένα χωριό µεγάλο, 100 άτοµα θα είµαστε, µικροί µεγάλοι. Σαν αδέρφια. Εκεί δεν είχε «εσύ είσαι εσύ κι εγώ είµαι εγώ», εκεί αν εγώ είχα τόσο ψωµί έπρεπε να το µοιράσω σαν αντίδωρο όπως πας στην εκκλησία. Εκεί δεν είχαµε «εγώ έχω και εσύ δεν έχεις», ήµαστε µια οικογένεια, είχαµε τόσο δεθεί. Και µε τους πίσω από τη Σπάρτη σου λέω, καλά τούτους εδώ από το χωριό µας που είµαστε συγγενείς οι περισσότεροι.Λοιπόν, καθίσαµε στο Διλάγκαδο, 10-11 µήνες θα ήταν, όλο τον χειµώνα... Και για να βοηθάµε κι εµείς το αντάρτικο αφού µας ταΐζανε. Μας φέρνανε µαλλιά από τα σπίτια που πηγαίνανε, τα γνέθαµε, τα φτιάχναµε νέµα, πλέκαµε φανέλες εσωτερικές να φοράνε οι αντάρτες, φτιάχναµε γάντια, φτιάχναµε κάλτσες κι όλη µέρα ασχολιόµαστε µε αυτά. Εκεί λοιπόν ήρθαν δύο µαστόροι, φτιάξαν δύο φούρνους και φουρνίζανε µέρα νύχτα. Ο ένας έβγαζε τα ψωµιά, καρβέλια, τα κόβανε παξιµάδια κι ο άλλος τα βάζανε µέσα, ζεστό και τα φρύζανε, πώς γίνεται ας πούµε η φρυγανιά σκληρή, µην µουχλιάσει, τα βάζανε στα τσουβάλια κι ερχόταν τα µουλάρια και τα παίρνανε από κει από το Χαλασµένο και τα πηγαίνανε στους αντάρτες. Και µας δίνανε και τρώγαµε και εµάς τα γυναικόπαιδα. Στο τέλος, αφού καθίσαµε και ήταν πολύ δύσκολη χρονιά, να ρίχνει µέρα-νύχτα χιόνι... Με τα χιόνια πλενόµαστε, µε τα χιόνια µαγειρεύαµε, µε τα χιόνια κάναµε όλες µας τις δουλειές, ό,τι χρειαζότανε.
Η ζωή αυτή εκεί δεν περιγράφεται. Να πας σε ένα ρέµα µέσα χωρίς φως, χωρίς ρούχα, χωρίς τρόφιµα, χωρίς τίποτα. Και να έχεις και µικρό παιδί. Μετά πια µας είπαν, τώρα λέει, ήρθε ένας αντιπρόσωπος που µας καθοδηγούσε τι να κάνουµε, πώς να φερόµαστε, λέει: «κοιτάχτε, τώρα να βρείτε µέρος, όταν θα πέφτει το σύνθηµα που θα έρχεται ο υπεύθυνος, να πηγαίνετε να κρυβόσαστε γιατί εµείς δεν µπορούµε να σας κάνουµε τίποτα, δεν µπορούµε να στείλουµε εδώ πέρα αντάρτες, στρατό να σας φυλάει, το γυναικόπαιδο, άµα θα µπουν οι χίτες µέσα θα σας σκοτώσουν όλους, µικρούς µεγάλους, δεν µένει κανένας».
ΟΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΟ ΔΙΛΑΓΚΑΔΟ
Α.Μ.
Από τα µέσα του ‘49, όλα έχουν κριθεί. Ο αποκλεισµένος από την υπόλοιπη χώρα Δηµοκρατικός Στρατός Πελοποννήσου συνεχίζει να δίνει µια µάταιη µάχη. Τα τοπικά τάγµατα ασφαλείας συναγωνίζονται σε βαρβαρότητα τον αστικό στρατό. Στο Διλάγκαδο, στρατός και παρακρατικοί εξαντλούν το µένος τους κυρίως πάνω στον άµαχο πληθυσµό, σκοτώνοντας και βιάζοντας.Χ. Λαµπρινέας
Από τη νύχτα φύλαγα εγώ σε ένα ύψωµα και τους είδα, χτύπησα λοιπόν συναγερµό. Κυκλωµένα όλα τα βουνά, όλα! Αρχίσανε τα πολυβόλα απ’ όλες τις πλευρές, από το Βόπληβο, από τον Ταΰγετο, από το Χαλασµένο, από τη Βασιλική, από τα βουνά τούτα εδώ, Μάραθο, Ταξιάρχη που γειτνιάζανε µε το Διλάγκαδο, µπήκανε µέσα. Ελέησον δεν υπήρχε! «Βάρτου, λέει, από δω πηγαίνει από κει πηγαίνει»… Και είχανε µαζευτεί χιλιάδες κοράκια και βαστούσαν…πολλούς τους πιάναν και τους κοψοκεφαλιάζαν ή ξέρω γω τι τους κάναν, ό,τι βρίσκαν. Μεγάλο µακελειό! Ανάψανε φωτιές στις κορυφογραµµές, πού να σειστείς… Τρεις µέρες έκανα να βγω από την τρύπα µαζί µε τέσσερις-πέντε άλλους. Η µάνα µου που ήταν σε κάτι πουρνάρια απέναντι, τη βαρέσανε, τη σκοτώσανε. Μετά από τρεις µέρες πήγα να τη βρω να τη θάψω, τι να την θάψω; Είχε σπάσει τον γοφό της, της είχαν σπάσει τον γοφό κι όπως ήταν µέσα σε κάτι πουρνάρια, να κοράκια και µύγες…Της είχανε βγάλει τα κοράκια τα άντερα, της είχαν βγάλει τα µάτια. Φονικό µεγάλο... Στη Γλουµπίνιτσα, σκοτώσανε 19. Προδοθήκανε, ήτανε 19 σε κάποια τρύπα εκεί σα πάνω ψηλά, δεν ξέρω πώς έγινε… Τους ήβρανε τους 19 µαζί, έχω και τα ονόµατά τους, θα σας τα πω και τα ονόµατα. Λοιπόν, τους κατεβάσανε στη Γλουµπίνιτσα, σε ένα µαντράκι µέσα, κάνανε ό,τι κάνανε στις περισσότερες κοπέλες και γυναίκες και στις γριές ακόµα. Μια όµως την ξεχωρίσανε, τη Φουντέα τη Σοφία, την είχανε πάει πιο πέρα στη στέρνα και εκεί ήτανε το απαίσιο, αφού την είχανε βιάσει οµαδικά. Και τις άλλες, ρίξανε χειροβοµβίδες µέσα στο καλύβι, ένα τετράγωνο 3χ3, 4χ4 πόσο θα ήτανε. Άσε ό,τι κάµανε κάµανε σε όλες... Δύο παιδάκια όµως ήταν µικρά, 10 χρονών και 8 το άλλο, είχανε δύο λαστιχιέρες, αυτά δεν τα πήρανε τα πυρά και πηδούνε, είχε ένα παραθυράκι, και πηδήσανε έξω από το παράθυρο, έτσι το υπολογίζω εγώ, γιατί τα βρήκα έξω µε τον Σταύρο. Είχανε πηδήξει κάτω από το παράθυρο κι απ’ έξω τα είχανε σκοτώσει, µε τις λαστιχιέρες στο λαιµό. ‘Οποιον βρίσκανε σπανίως να γλιτώσει.Α. Ξυδέα
Είχανε µια γυναίκα, τους είχαν κρεµάσει σε έναν γκρεµό µέσα. Ήταν µια τρύπα και κρεµάγαν τα τρόφιµα µε ένα σχοινί. Με σχοινί τους κατεβάσαν και τους βάλαν εκεί µέσα, ήταν απότοµα βράχια και είχε κάποια τρύπα και τους βάλαν εκεί µέσα. Και µια γυναίκα που τους φρόντιζε. Πήγε ο στρατός. Η γυναίκα την πιάσαν και τους πρόδωσε, την ταλαιπωρήσανε δεν ξέρω τι έγινε, πήγανε τους κατεβάσανε, δέσαν τη γυναίκα στον έλατο µε ένα σχοινί, χέρια πόδια και τα παιδάκια τα είχανε εκεί στη σειρά, µπαµ σκοτώνουν το µεγάλο, θα ήταν 12-14 χρονών. Το µικρό το ήθελε να το πάρει ένας αξιωµατικός. Του λέει «αυτό µην το σκοτώνεις άστο θα το πάρω εγώ, θα το υιοθετήσω». «Όχι, από κακή κολοκυθιά ούτε κολοκυθόσπορος». Μπαµ, το σκοτώσαν και εκείνο. Και εκείνη, αφού δεν µπορούσε να σείσει τα πόδια της, έκανε όπου δαγκωνότανε έπαιρνε και ένα κοµµάτι κρέας από τα χέρια της. Τη γαζώνανε από τα πόδια πάνω µέχρι το κεφάλι, την αποτελειώσαν και εκείνη. Τέτοιο θάνατο είδανε. Την άλλη µέρα ήρθαν οι χίτες και ο στρατός µαζί, φωνάζανε στη σπηλιά «παρουσιαστείτε, δεν σας σκοτώνουµε, είµαστε στρατός, βγείτε θα σας σκοτώσουµε, παρουσιαστείτε!» Μιλιά εµείς... «Βγείτε, θα σας σκοτώσουµε», φώναζαν εκείνοι, µιλιά εµείς. «Θα το µετανιώσετε άµα δεν βγείτε, είµαστε στρατός, δεν σας πειράζουµε, εµείς θέλουµε να σας προστατέψουµε». Τίποτα... Αρχίσαν τις χειροβοµβίδες. Έριξαν οχτώ χειροβοµβίδες, µπουµ, τρέµει η σπηλιά, έτσι. Τώρα λέω αν είναι κάποιος βράχος από πάνω και ξεκοπεί θα µας κάνει όλους... Ούτε θα µας βρίσκουν αν µας ψάχνανε. Τέλος πάντων, κάτσαµε ένα 24ωρο επάνω, δύο 24ωρα, φύγανε. Πήραµε την απόφαση να παρουσιαστούµε εµείς που είχαµε τα παιδιά, οι γυναίκες, αν σκοτώσουν, λέγαµε, εµάς να µείνουν τα παιδάκια τουλάχιστον. Κατεβήκαµε µέχρι εδώ πάνω στη Βαϊδενίτσα που είναι το µοναστήρι. Μπαπ, κουτουλιά µε τον στρατό και µε τους χίτες. «Πώς λέγεσαι;» Ξυδέα. Εκεί ρε παιδιά άκουσα τόσα όπλα να οπλίζουν, λες και αντικρύσανε έναν λόχο µε τον Ξυδέα! Κοπέλα, δεν ήµουν 20-18 χρονών τότε, και ένα παιδάκι στην πλάτη µου. Και από κει µας γυρίζουν πίσω, µας πάνε στη Βασιλική, µας πάνε στη Γιάτρισα, µας πάνε στο Οίτυλο. Εκεί στο Οίτυλο είδαµε τον θάνατο, εκεί ήταν η πηγή των χιτών. Και µου έλεγε το παιδί στην πλάτη µου, «µαµά, νερό. διψάω». Βγαίναν οι γυναίκες να δουν τις αντάρτισσες, λέγαν ότι είχαν ακούσει ότι έχουµε κάτι δόντια, ότι ήµαστε µαύρες, ότι έχουµε έρθει από άλλο πλανήτη, ότι ήµαστε τέρατα. Και της λέω µια γυναίκας, «δεν φέρνεις σε παρακαλώ ένα ποτηράκι νερό να δώσω του παιδιού που διψάει;» Δεν ήξερε εκείνη ότι ήµαστε αντάρτισσες. Λοιπόν φέρνει πράγµατι µια κανατούλα µε ένα ποτηράκι να δώσουµε νερό. Της λέει µια άλλη, «Τι πας να κάνεις, στις αντάρτισσες θα δώσεις νερό; Πήγαινε φέρτης µια κουταλιά δηλητήριο να πάνε όλοι τέζα!» Αντάρτες είναι λέει; Είχε πιεί όµως το παιδί νερό. «Πωώ! µαγάρισες το ποτήρι». Και δίνει µια το ποτήρι στον τοίχο, έγινε 7.000 κοµµάτια το ποτήρι.Χ. Λαµπρινέας
Πάει η βάση, διελύθη. Οι σκοτωµένοι µείναν εκεί δα, τους φάγαν τα κοράκια και τα αγρίµια και µαλώναν οι κοράκοι στον αέρα µε πόδια και µε χέρια, ποιος θα το πιάσει στον αέρα για να το φάει, πάθανε πτωµαΐνη και ψοφήσαν όλοι οι κοράκοι... Όπου να έκανες σκοτωµένοι, όπου να έκανες βρωµούσαν άνθρωποι σκοτωµένοι. Τους µετράω λοιπόν εγώ από όσους ξέρω γύρω στους 78-80-90 περίπου, χωριστά οι άλλοι που δεν τους ξέρω, άγραφοι και άταφοι. Αλλά εκεί να µε πιστέψεις σιχάθηκα τον εαυτό µου που είµαι έλληνας. Τέτοιο µίσος πουθενά. Λοιπόν φύγαν αυτοί, κάτσανε τρεις-τέσσερις µέρες, φύγανε. Κυκλοφορήσαµε εκεί όσοι είχαµε µείνει. Πού να πας; Μπρος γκρεµός και πίσω ρέµα. Πού να πας; Παντού σκοτωµένοι, παντού βρώµαγε ο τόπος. Λοιπόν ήµουνα µαζί µε τον Σταύρο τον Ζερβέα και τον Σπύρο τον Μπεζεντάκο. Κυκλοφορήσαµε κανένα δυο µήνες εκεί στο Διλάγκαδο, πότε από εδώ πότε από κει, ούτε φαΐ ούτε νερό. Παρέλειψα να σου πω ότι όλα τα νερά, όλες τις πηγές, µετά ξανακάνανε επιδροµή και τις φυλάγανε. Εκεί σκοτωθήκανε πολλοί, εκεί στα Τάπιολα πηγαίνανε για νερό οι άνθρωποι, είχανε κάποιο καρβέλι ψωµί ή καµµιά οκά στάρι κρυµµένο και πηγαίνανε… Να παραδοθούν, όχι. Οι περισσότεροι, πολλοί παραδοθήκανε, τι να κάµουνε; Άλλους τους στείλαν φυλακή άλλους τους αυτό. Εγώ λοιπόν µε τον Σταύρο µείναµε και µε τον Μπεζεντάκο, µείναµε εκεί στα απόκρηµνα σηµεία και παρακολουθήσαµε όλη την κατάσταση, την καταστροφή. Μεγάλη καταστροφή. Δεν λέγεται ούτε οµολογιέται, για βάλε τώρα τους 70-80 ανθρώπους, χωριστά εκείνους που δεν ξέρω. Να σκεφτείς ότι τον Φεβρουάριο-Μάρτιο µήνα, για να γλιτώσουν από τις επιδροµές ανεβήκαν, ο Χρύσανθος Γιαννακουλέας, τον Φλεβάρη µήνα ανέβηκε στην κορυφή στον Ταΰγετο για να αποφύγει την καταδίωξη. Φαντάσου να δεις τι γινότανε... Λοιπόν, πέρασε ο καιρός, άρχισε να ζεσταίνει λίγο ο καιρός. Μάιος, πού να σταθείς και πού να πας; Άλλο που στο λέω και άλλο να το ζήσεις. Πολλές φορές πέφταµε µέσα στα µπλόκα, µέσα στις ενέδρες αλλά έτυχε και γλιτώσαµε, τυχαία. Αυτοί πήρανε θάρρος και γυρίζανε µοναχοί τους. Δεν υπήρχε αντίσταση πουθενά, καθόλου, τίποτα. Λοιπόν γυρίσαµε-γυρίσαµε-γυρίσαµε µε τον Σταύρο στο Διλάγκαδο. Μου λέει «να φύγουµε, να πάµε, θα βρούµε κάποιο τµήµα». Φεύγουµε λοιπόν, περνούµε το Χαλασµένο και πάµε πέρα, πέρα, πέρα, στην Κοροµηλιά. Βρήκαµε 40...ΤΟ ΤΕΛΟΣ…
Α.Μ.
Μετά τη στρατιωτική ήττα του Δηµοκρατικού Στρατού, στην Πελοπόννησο έχουν παραµείνει ελάχιστες σκόρπιες οµάδες ανταρτών. Όσοι γλιτώνουν από τις σφαγές κυνηγιούνται καθηµερινά µέχρι την εξόντωσή τους. Κάποιοι κρύβονται στο βουνό, µε όλη την αγωνία της επιβίωσης µέσα σε «καµένη γη».Χ. Λαµπρινέας
Δεν είχαµε σφαίρες, τα πετάξαµε τα ντουφέκια, τι να τα βαστούµε χωρίς σφαίρες, ούτε για να αυτοκτονήσουµε δεν κρατήσαµε. Λοιπόν κάνουµε κατά πάνω το Γυµνό, στον Ταΰγετο. Α, ρε... και µας κυκλώνουν µε τα πολυβόλα! Κατεβαίνω κάνω έτσι σαν από πα δα στο ξενοδοχείο, βαρούσαν τα πολυβόλα… Δεν µας πήρε καµία σφαίρα, έτυχε και δεν µας πήρε. Α, ρε τι έγινε την άλλη µέρα, πήξαν τα βουνά από Γερακο-Καµαριναίους και στρατό. Πού να κουνηθείς; Γυρίζαµε στα βουνά σαν φαντάσµατα… Πολλοί. Εν τέλει σκορπίσανε αυτοί φύγανε, πήγα να ανταµώσω πάλι τον Καστάνη και µείναµε εφτά-οχτώ, µια οµάδα. Πέρασε ο καιρός ήρθε ο Αύγουστος. Ερχόταν χειµώνας όµως, έπρεπε να λάβουµε τα µέτρα µας γιατί δεν είχαµε υπόψη µας να παραδοθούµε, λέγαµε ότι ο Γράµµος, το Βίτσι, δεν ξέραµε τίποτα... Λέγαµε ότι κάτι υπάρχει, δεν λέγαµε ότι έχουν διαλυθεί τα πάντα, δεν υπολογίζαµε, δεν είχαµε πληροφορία, τίποτα. Δεν µπορείτε να φανταστείτε την τραγωδία των αγωνιστών, δεν παραδίδονταν επ’ ουδενί λόγο, εκείνοι που ήταν οι ψυχωµένοι φεύγαν από την πείνα. Ξέρεις τι είναι να είσαι στον Ταΰγετο από κάτω µες στο δάσος, µες στο κρύο νερό και να µην έχεις ούτε να φας ούτε να ντυθείς ούτε τίποτα;Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Μ. Ξυδέας
Εξαναγκαστήκαµε τα νιάτα, όλοι όσοι γυρίσαµε, να µείνουµε στο χωριό. Δεν µπορούσαµε να πιάσουµε δουλειά πουθενά, ούτε στον βάλτο της Μεσσηνίας που βάζανε το ρύζι τότε... Κι έτσι υποχρεωθήκαµε να ζήσουµε στο χωριό.Μ. Μπακακέας
Ήταν νωπά τα πράγµατα, πηγαινοερχόντουσαν την νύχτα στο σπίτι σου, σε αυτόνανε, σου φωνάζανε, σε φοβερίζανε. Εµείς δεν µπορούσαµε να πιάσουµε ούτε δουλειά, τίποτα. Τα παιδιά µου για να πιάσουν δουλειά έτρεχε το όνοµα το δικό µου, ο φάκελος. Ένα χρονικό διάστηµα υπήρχε το «δεν θέλω να σε δω, δεν θέλεις να µε δεις». Μετά τα χρόνια κι ο δεξιός κι ο αριστερός αρχίσαµε να λέµε την καληµέρα, να δουλεύουµε µαζί. Μας λέγανε όσοι είχαµε γλιτώσει, «έρχεται η µικρή Μόσχα». Μεγάλη Μόσχα λέγανε τη Σαϊδόνα, µικρή Μόσχα λέγανε το χωριουδάκι, τον Λάκκο, µε δέκα σπίτια γιατί είχε εφτά σκοτωµένους.Μ. Ξυδέας
Κι αν ήµαστε αριστεροί και ήµαστε στο χωράφι και κάναµε µια δουλειά, αµέσως την άλλη µέρα σε καλούσε η αστυνοµία, «γιατί έκανες παρέα µε τον τάδε;» Και εσένα και εµένα. Είχαµε µια δουλειά, κάνουµε αυτό και αυτό. «Πρόσεξέ τον», έλεγε ο αστυνόµος. Σε κάνανε να είσαι αποµονωµένος από τον αδερφό σου. Εµείς ψηφάγαµε Κ.Κ.Ε. Έρχονταν οι χωροφύλακες και οι αγροφύλακες και λέγανε «άµα µπείτε στο ιδιαίτερο, στο εκλογικό τµήµα, και δεξιά να ψηφίσετε εµείς θα σας δώσουµε στην αστυνοµία ότι ψηφίσατε αριστερά». Μας υποχρεώνανε, καµιά 50αριά, να παίρνουµε το ψηφοδέλτιο, το είχανε το ψηφοδέλτιο του Κ.Κ.Ε. -της Ε.Δ.Α., τότε δεν υπήρχε το Κ.Κ.Ε.- µας υποχρεώνανε να παίρνουµε το ψηφοδέλτιο της Ε.Δ.Α. και να το βάζουµε µπροστά τους. Τι άλλο να µας κάνουνε; Όταν έγινε η δικτατορία του Παπαδόπουλου... Κοιµόµαστε στο χωριό ήσυχοι, δεν είχαµε ούτε ράδιο ούτε τηλεοράσεις. Αν έπεφτε καµιά εφηµερίδα, µπορούσες να µάθεις. Πρωί πρωί ήρθε η αστυνοµία τη νύχτα κι έπιασε πέντε-έξι, τους οποίους τους πήρε κάτω, κατέβαινε το πρωί, ρώταγε αυτή που πήραν τον άντρα, το παιδί τους, «ήρθε η αστυνοµία και πήρε τον γιο µου, πήρε τον άντρα µου, τον αδερφό µου... Τι έγινε; Τι έγινε;»Α.Μ.
Αυτούς που έζησαν τούς περιµένει η σύλληψη και η εξορία. Αυτοί που µετά από χρόνια επιστρέφουν τελικά στα χωριά τους, έρχονται αντιµέτωποι µε τον αποκλεισµό, τους περίφηµους φακέλους και το στίγµα. Οι εικόνες των σκοτωµένων στοιχειώνουν τις αναµνήσεις και την καθηµερινότητά τους. Το διαρκές τραύµα των ιστοριών τους κάνει τη ζυγαριά να παλαντζάρει ανάµεσα στη συγχώρεση και το µίσος. Ό,τι κι αν βγάζει όµως το ζύγι των απολογισµών, το σίγουρο είναι ότι πάντα βαραίνει η νοσταλγία για την τότε κοινότητα που χάθηκε...Η ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ
Μ. Μπακακέας
Όταν πας εκεί πάνω δεν σκέφτεσαι, γιατί είναι µπρος γκρεµός και πίσω ρέµα, πού θα πας µετά. Άµα ερχόσουν εδώ κάτω θα σε πιάναν οι άλλοι. Έτσι τουλάχιστον εκεί πάνω ήσουν ελεύθερος όσο καιρό... Για να φύγω δεν το σκέφτηκα ποτέ. Γιατί όταν είσαι παιδί 18-19 χρονών και φύγεις από το σπίτι και πας, οπωσδήποτε είναι... Να δεις τον άλλο σκοτωµένο είναι... Τον άλλο να φωνάζει, τον άλλο να καίγεται και να µην µπορείς να τον... Με τις µπόµπες ναπάλµ, µας ρίξαν στη Δηµητσάνα, να καίγεσαι και να µην µπορείς να του κάνεις τίποτα.. Έχουνε µείνει... Γιατί αυτές ήταν... οι µπόµπες ναπάλµ έχουν υγρό και µε το σκάσιµο βγάζει φωτιά κάτω και εκείνο το υγρό που πετάει, όπου πετυχαίνει σου κάνει έγκαυµα. Και καίει. Μπορεί να σου τρυπήσει το χέρι από τη µια µεριά στην άλλη. Είδα εγώ παιδιά µπροστά µας που πέφταν και δεν µπορούσες να τα σβήσεις, για να σβήσεις ένα πράγµα έπρεπε να έχεις µια κουβέρτα να τον σκεπάσεις, να κλείσεις τον ατµοσφαιρικό αέρα για να γλιτώσει. Να µην µπορείς να του κάνεις τίποτα, να φωνάζει «σώσε µε!» και να µην µπορείς να του κάνεις τίποτα... Ήµαστε πειραµατόζωα. Άσχηµες αναµνήσεις. Περπατάς και πας από εδώ εκεί και σκέφτεσαι, εδώ έχει πέσει ο Γιάννης, εκεί ο Γιώργης. Εγώ στα Τσέρια είχα δει… Δυο ξαδέρφια µου, σκοτωθήκανε. Δεν πάω στα Τσέρια. Δεν πάω γιατί πάω και δεν βλέπω, βλέπω τα σπίτια τους καηµένα και τι να πάω να δω; Να µην πω ονόµατα, εκείνους που τα σκότωσε... Σκέφτοµαι καλύτερα να µην τα είχα ζήσει γιατί έχουν αφήσει τραύµατα.Α. Ξυδέα
Ήταν πολύ δύσκολη η ζωή µας, τα βγάλαµε πέρα, όσοι είχαµε την τύχη, ζήσαµε. Ότι σκοτώθηκε πολύς κόσµος, σκοτώθηκε εκεί. Και γυναικόπαιδα σκοτωθήκανε και ένοπλοι αντάρτες σκοτωθήκανε. Αφού σκέψου τώρα, από το χωριό µας να έχουν σκοτωθεί 50 άτοµα, 17 άτοµα είναι από την οικογένεια του καπετάνιου, αδέρφια και ανίψια και αδερφές του. Ξέρεις τι είχα καταλάβει; Όσοι ήµασταν στο βουνό είχαµε αποκτήσει µια αθωότητα, µια καλοσύνη, γιατί δεν βλέπαµε συµφέρον, βλέπαµε πώς θα ζήσει ο άνθρωπός µας, πώς θα ζήσουµε τα παιδιά µας. Αν είχαµε τόσο ρύζι, θα την περνάγαµε. Και εδώ που ήρθαµε µας φάνηκε ότι κι αυτούς έτσι πρέπει να τους δούµε, αλλά αυτοί δεν µας συγχωρέσανε ποτές.Β. Λαµπρινέα
Πώς ζήσαµε; Σαν τα σκυλιά τρωγόµαστε εδώ πέρα κι ακόµα υπάρχει µίσος, ακόµα. Όλα τα έχουµε ζήσει, εγώ έχω περάσει µεγάλες τροµοκρατίες γιατί ήµουνα πάνω στην ανάπτυξη αλλά τα θυµάµαι όλα. Και έχω γλιτώσει ως εκ θαύµατος. Δεν πα να ήσουν του βασιλιά παιδί αυτοί θα κάναν ό,τι θέλανε, δεν λογαριάζαν τίποτα. Έχουµε περάσει σκληρά χρόνια, πάρα πολύ σκληρά, στην ηλικία την δική µου οι κοπέλες έχουµε όλες αγανακτήσει.Μ. Ξυδέας
Σκότωνε τότες ο αδερφός τον αδερφό µε ευχαρίστηση, γιατί ο ένας ήταν εδώ κι ο άλλος εκεί. Με ευχαρίστηση µεγάλη…Χ. Λαµπρινέας
Μέσα στην ψυχή µου αυτή η τραγωδία εδώ στο Διλάγκαδο δεν βγαίνει µε κανένα τρόπο. Κοιµάµαι τη νύχτα, έρχονται τα γεγονότα στο µυαλό µου και τα γυρίζω µε το µυαλό µου αλλού για να µπορέσω να απελευθερώσω τη σκέψη µου να µην µένω άυπνος. Αυτά που γίνανε από εδώ µέχρι τη χαράδρα του Διλάγκαδου, τολµώ να σου πω χειρότερα από τους τζιχαντιστές, χειρότερα από τους τζιχαντιστές που αποκεφαλίζουνε τους ανθρώπους. Να σκεφτείς στο σηµείο αυτό ότι όταν πας και βρεις 20 ανθρώπους σκοτωµένους µέσα σε ένα καλύβι και τις γριές βιασµένες και τις γυναίκες όλες, από ντόπιους, είναι να σου φεύγει το µυαλό. Το πιο απαίσιο που έχει µείνει στην ψυχή µου είναι τα δυο παιδιά τα σκοτωµένα 8 και 10 ετών µε τις λαστιχιέρες στο λαιµό και τη γυναίκα τη βιασµένη οµαδικά... Και τη µάνα µου την είχαν σκοτώσει σε µια πλαγιά, που αν ήταν δυνατόν να πάµε, ούτε τσακάλι δεν πάει εκεί µέσα. Και την είχαν σκοτωµένη από απέναντι, της είχαν σπάσει τον γοφό και έµεινε εκεί. Κουβάλησα µε την φανέλα µου λίγο χώµα, της έριξα πάνω, της έβαλα και πέτρες και µετά το ‘53 πήγα και τηνε µάζεψα, τα κόκκαλά της.Μ. Ξυδέας
Σκοτώσανε τον πατέρα µου και τη µάνα µου στην Καρδαµύλη. Κι εγώ στρατιώτης. Στις 24 του Μάη, µπροστά στην εκκλησία. Εποµένως, σκέψου, τότε ήµουν στα Σέρβια, στην Κοζάνη. Κι έπειτα από ένα µήνα έµαθα το γεγονός. Πού να πάω; Ζήτησα άδεια. Πήγα στον διοικητή, του λέω: «κύριε διοικητά, έτσι κι έτσι. Θα µου δώσετε µια άδεια να πάω να µαζέψω τα πράγµατα;» Μου λέει «σε συλλυπούµαι, αλλά δεν µπορώ να σου δώσω άδεια». Ήµουνα χειριστής διόπτρας. «Δεν µπορώ να σου δώσω», µου λέει. Και πραγµατικά, αν µου έδινε θα έφευγα, θα ερχόµουν στην Πελοπόννησο, από κάποιο σταθµό, σκοτωµένος βέβαια θα ήµουν, δεν θα υπήρχα.Χ. Λαµπρινέας
Η ψυχή µου µέσα έχει µεγάλο τραύµα, µεγάλη πληγή. Δεν στο λέω από πλευράς άλλης, ξέρεις τι είναι να περπατάς στο δάσος και να βρίσκεις παλικάρια ξαπλωµένα; Ξέρω εκατό ανθρώπους από εδώ που αρχίζει η χαράδρα µέχρι την κορφή του Ταϋγέτου σκοτωµένους, οι 60 ήταν κάτω από 25 χρονών.Μ. Ξυδέας
Εγώ για πάρτη µου, αφού τα παλικάρια µας τα σκοτώσανε για ΚΚΕδες, νοµίζω ότι όταν ρίχνω τον ψήφο ότι ανάβω ένα κεράκι για δαύτους. Την ώρα που ρίχνω την ψήφο µέσα κλαίω...Θύελλες κι άνεµοι γύρω µας πνέουν
Τέκνα του σκότους εµάς καρτερούν
Σ’ ύστερες µάχες καλούµαστε τώρα
Κι άγνωστες τύχες εµάς καρτερούν
Α.Μ.
Το ταξίδι της «Ανήμερης Μνήμης» στα μονοπάτια του Ταϋγέτου ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2014 και κατάφερε, δυστυχώς, να ολοκληρωθεί αρκετά χρόνια αργότερα, μέσα από αρκετά εμπόδια αλλά και τη συνάντηση με νέες συντρόφισσες, που πίστεψαν μαζί με εμάς ότι το να φωτίζεις στιγμές ελευθερίας και αυτό-οργάνωσης του παρελθόντος είναι η δύναμή σου στους αγώνες τού σήμερα. Η προετοιμασία, τα γυρίσματα και η τεχνική επεξεργασία είναι αποτέλεσμα μιας δύσκολης συλλογικής δουλειάς, που δεν θα μπορούσε παρά να είναι αντιεραρχική, οριζόντια, έξω από κάθε έννοια εμπορεύματος και, φυσικά, εχθρική απέναντι στην όποια εμπορευματοποίησή της.Ένα μεγάλο συγγνώμη για αυτές που δεν προλάβαμε να τη μοιραστούμε μαζί τους...
Αθήνα, καλοκαίρι 2021.